χωματένιος

χωματένιος
α, ο
1) земляной, сделанный из земли; 2) глиняный;

χωματένιοςο τσουκάλι — глиняный горшок


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χωματένιος" в других словарях:

  • χωματένιος — α, ο, Ν 1. αποτελούμενος από χώμα 2. πήλινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, ατος + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαρμαρ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • χωματένιος, -ια, -ιο — βλ. χωμάτινος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλίνθινος — η, ο / πλίνθινος, ίνη, ινον, ΝΑ, και πλίθινος Ν [πλίνθος/πλίθος] αυτός που είναι κατασκευασμένος από πλίνθους, πλινθόκτιστος αρχ. αυτός που είναι κατασκευασμένος από πηλό, χωματένιος …   Dictionary of Greek

  • χωμάτινος — η, ο / χωμάτινος, ίνη, ον, ΝΜ 1. χωματένιος 2. μτφ. γήινος, σε αντιδιαστολή προς τον ουράνιο ή τον πνευματικό («τὴν γηγενῆ καὶ χωματίνην σάρκα», Κ Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χῶμα, χώματος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • Μεσολόγγι — Πόλη (υψόμ. 3 μ., 12.225 κάτ.) της δυτικής Στερεάς Ελλάδος, πρωτεύουσα του νομού Αιτωλοακαρνανίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η πόλη, χτισμένη σε έναν προσχωσιγενή βραχίονα που σχηματίζεται ανάμεσα στη λιμνοθάλασσά του και στη λιμνοθάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • πήλινος — η, ο ο κατασκευασμένος από πηλό, ο χωματένιος: Πήλινα αγγεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»